- εντρανής
- ἐντρανής, -ές (AM) [εντρανής]ζωηρός, δυνατός, ισχυρόςμσν.στενής, στυλωμένος («ἰδὼν 'Ροδάνθην ἐντρανεστέραις κόραις»)αρχ.φανερός, πρόδηλος, σαφής, κατηγορηματικός.επίρρ...ἐντρανῶς1. με επιμονή, θαρρετά2. δυνατά, ζωηρά.
Dictionary of Greek. 2013.